γλυκείς, οι
Ερμηνεία:
[ο γλυκύς, -εία, -ύ (γλυκός, -ιά, -ό, αυτός που έχει τη γεύση της ζάρης ή άλλης γλυκαντικής ουσίας, ο ευχάριστος)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη (επ. Ιακωβον, Αποκαλυψη)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
οἱ κηρομύταιοἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς ...[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|